- μπριγιαντίνη
- η брильянтин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπριγιαντίνη — και μπριλαντίνη, η είδος λιπαρού καλλυντικού σε παχύρρευστη κατάσταση, που χρησιμοποιείται ως καλλωπιστικό για να προσδώσει στα μαλλιά στιλπνότητα και να συγκρατεί το χτένισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. brillantine (< γαλλ. brillant «αυτός που… … Dictionary of Greek
μπριλαντίνη — η βλ. μπριγιαντίνη … Dictionary of Greek